Η αγορά μίας άδειας κυψέλης με όλα τα εξαρτήματά της κοστίζει τουλάχιστον 40 με 50 ευρώ

Τα ποσά
Ενδεικτικά, θα λέγαμε πως κάποιος που θέλει να ξεκινήσει την ενασχόλησή του με τη μελισσοκομία πχ. με 50 κυψέλες, πρέπει να διαθέσει ως αρχικό πάγιο κεφάλαιο περίπου 7.000 ευρώ, ποσό που αυξάνεται με τα χρόνια, εφόσον θέλουμε να μεγαλώσει η επιχείρησή μας, όπως αυξάνονται αντίστοιχα και τα κέρδη. Πώς προκύπτει όμως αυτό το ποσό;

Έξοδα

Για να αγοράσει κανείς μία άδεια κυψέλη με όλα της τα εξαρτήματα απαιτούνται 40 με 50 ευρώ. Για ένα μελισσοσμήνος πχ. των πέντε πλαισίων οι τιμές κυμαίνονται από 50 μέχρι 75 ευρώ, ενώ οι κηρήθρες ξεκινούν από τα 70 λεπτά κατά προσέγγιση και ξεπερνούν το 1 ευρώ, όταν πρόκειται για κηρήθρες βιολογικής γεωργίας. Επιπλέον, για να εξοπλιστεί ένα μελισσοκομικό εργαστήριο απαιτούνται από 1.500 (όταν μιλάμε για ερασιτέχνες) μέχρι 15.000 (για πιο μεγάλες μονάδες) ευρώ για μελιτοεξαγωγείς, κηροτήκτες, πάγκους απολεπισμού, αντλίες, αναδευτήρες κ.ά. Αυτό το ποσό μπορεί να είναι και πολύ μεγαλύτερο, αν κάποιος θέλει πχ. να εξοπλίσει το εργαστήριό του με πιο σύγχρονα –έως και ρομποτικά– συστήματα, κάτι που μέχρι στιγμής συναντά κανείς μόνο στο εξωτερικό. Η μέση αξία των μελισσοκομικών εργαλείων, όπως προσωπίδες, φόρμες, καπνιστήρια, ξέστρες κλπ., ξεκινά από τα 300 (για τους ερασιτέχνες) και φτάνει τα 800 ευρώ (για τις μεγάλες μονάδες).

Επιπλέον, όταν ο μελισσοκόμος φτιάχνει το πρόγραμμα ετήσιας δραστηριότητας, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του για τον υπολογισμό του απασχολούμενου κεφαλαίου τα εξής: Την αξία των κυψελών, το κόστος των τεχνοπαραγωγικών μέσων, όπως τα εργαλεία ή το εφεδρικό υλικό που θα χρειαστεί, τα αναλώσιμα, όπως οι τροφές και τα φάρμακα, καθώς και τις λειτουργικές του δαπάνες, πχ. τα εργατικά, τα καύσιμα, τα μισθώματα χώρων.

Κέρδη

Φυσικά, όσο μεγαλύτερη είναι η επιχείρησή μας τόσο μεγαλύτερο είναι και το καθαρό επιχειρηματικό μας κέρδος. Αξίζει να σημειώσουμε πως η ετήσια απόδοση του κεφαλαίου για τα μικρά μελισσοκομεία είναι της τάξης του δεκατρία τοις εκατό, ενώ για μια μεγάλη επιχείρηση (π.χ. των εξακοσίων κυψελών) ανέρχεται περίπου στο εβδομήντα επτά τοις εκατό. Όπως αναφέραμε, για να γίνει πραγματικά επικερδής μια μελισσοκομική επιχείρηση, πρέπει να φτάνει κατά προσέγγιση τα τριακόσια μελισσοσμήνη.

Σ’ ένα τέτοιο παράδειγμα, των τριακοσίων σμηνών, υπολογίζουμε πως κάθε κυψέλη μάς δίνει συνολικά 24 κιλά μέλι τον χρόνο. Τα έξοδά μας από πάγιες (κυψέλες, εξοπλισμός και λοιπές δαπάνες που προκύπτουν από τόκους και αποσβέσεις) και κυκλοφοριακές δαπάνες (μελισσοτροφές, φάρμακα, μισθώματα κλπ.) ανέρχονται στις 8.000 ευρώ ή στα 2.000 κιλά μέλι τον χρόνο. Έστω ότι πουλάμε αυτό το μέλι προς 4 ευρώ/κιλό περίπου και έχουμε τελικά ένα πλεόνασμα της τάξης των 21.000 ευρώ. Αν από εκεί αφαιρέσουμε 150 ημερομίσθια προς περίπου 45 ευρώ έκαστο (σύνολο 7.000 ευρώ), που φυσικά τις περισσότερες φορές αφορούν τον ίδιο τον μελισσοκόμο, είναι δηλαδή λεφτά που μπαίνουν στη δική του τσέπη, βλέπουμε πως, σε μια καλή χρονιά, μπορούμε ενδεικτικά να περιμένουμε καθαρό κέρδος της τάξης των 14.000 ευρώ.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως οι όποιες εκτιμήσεις επηρεάζονται σημαντικά από παράγοντες όπως το κλίμα, η περιοχή, οι ασθένειες των μελισσών, οι διακυμάνσεις των τιμών πχ. στα φάρμακα και τις μελισσοτροφές, καθώς και από την ύπαρξη και το είδος των επιδοτήσεων. Χαρακτηριστικό της απρόβλεπτης φύσης του επαγγέλματος είναι πως σε μία χρονιά μπορεί κανείς να μην κερδίσει τίποτα ή να κερδίσει μέχρι και πενήντα τοις εκατό πάνω από τις μέσες τιμές που δίνουν οι προβλέψεις. Επίσης, για να φτάσει κανείς στα νούμερα του παραδείγματός μας, απαιτούνται χρόνια σκληρής εργασίας, διαρκούς εκπαίδευσης και τριβής με το αντικείμενο, καθώς και βαθιά γνώση των συνθηκών της αγοράς.

Η οργάνωση των μελισσοκόμων

Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα δεκαπέντε Κέντρα Μελισσοκομίας (Θράκης, Καβάλας-Θάσου, Χαλκιδικής, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας, ΠΑΣΕΓΕΣ-Αττικής, Β. Αιγαίου, Ηπείρου-Αιτωλοακαρνανίας, Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου, Κρήτης, Πειραιώς-Κυκλάδων, Δωδεκανήσου), όπου είναι εγγεγραμμένοι όλοι οι έλληνες μελισσοκόμοι, τα οποία ασκούν κυρίως ελεγκτικό αλλά και υποστηρικτικό ρόλο. Αντίστοιχο είναι και το έργο των γεωπόνων μελισσοκομίας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και των Νομαρχιακών Διευθύνσεων Αγροτικής Ανάπτυξης, των τριών εργαστηρίων ανάλυσης μελισσών και των πέντε εργαστηρίων ανάλυσης μελιού που προσφέρει το κράτος. Το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των μελισσοκόμων, η Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας (ΟΜΣΕ), αριθμεί σήμερα εξήντα επτά μέλη, και συνολικά στην επικράτεια υπάρχουν πάνω από εκατόν πενήντα μελισσοκομικοί συνεταιρισμοί και σύλλογοι, που είτε είναι αυτόνομοι, είτε ανήκουν στην ΠΑΣΕΓΕΣ, είτε στην Κοινοπραξία Μελισσοκομικών Συνεταιρισμών Ελλάδας, είτε στην αντίστοιχη κοινοπραξία της Κρήτης.

Επιπλέον, υπάρχει η Ένωση Επαγγελματιών Μελισσοκόμων και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Τυποποιητών-Συσκευαστών-Εξαγωγέων Μελιού, αλλά και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, όπως η Ελληνική Επιστημονική Εταιρία Μελισσοκομίας-Σηροτροφίας και η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Μελιού και Λοιπών Προϊόντων Κυψέλης, που διεξάγουν έρευνες και συμβάλλουν στον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση της πολιτικής για τα μελισσοκομικά προϊόντα. Τέλος, στη μελισσοκομία δραστηριοποιούνται και Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί με πιο ειδικό σκοπό, όπως το Επιστημονικό Κέντρο Μελισσοθεραπείας (ΕΚΕΜ), που συντελεί στην ανάπτυξη της γνώσης μας για τις θεραπευτικές ιδιότητες των μελισσοκομικών προϊόντων.

Στους συνεταιρισμούς είναι οργανωμένο περίπου το τριάντα πέντε τοις εκατό των μελισσοκόμων (επτά χιλιάδες). Δέκα απ’ αυτούς τους συνεταιρισμούς, καθώς και η Κοινοπραξία Μελισσοκομικών Συνεταιρισμών Ελλάδας (η Μελισσοκομική Ελλάδος, με έδρα τη Θεσσαλονίκη), έχουν ως βασική και μόνιμη δραστηριότητα τη συγκέντρωση, την τυποποίηση και την εμπορία των μελισσοκομικών προϊόντων των μελών τους τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Άλλοι συνεταιρισμοί δραστηριοποιούνται κυρίως στην αγοραπωλησία εφοδίων και εργαλείων σε προσιτές τιμές και με πίστωση, στην παραγωγή και διάθεση μελισσοτροφής, αλλά επίσης διαθέτουν μηχανήματα επεξεργασίας και τυποποίησης, τα οποία τα παραχωρούν στα μέλη τους.

Οι μεγάλοι μελισσοκομικοί συνεταιρισμοί, με την ισχυρή παρουσία τους, προασπίζουν τα συμφέροντα των μελισσοκόμων και διασφαλίζουν τη γνησιότητα των μελισσοκομικών προϊόντων. Οργανισμοί όπως η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Μελιού και Λοιπών Προϊόντων Κυψέλης δρουν κυρίως σε επίπεδο πολιτικής και νομοθεσίας, αλλά και προωθούν την ελληνική μελισσοκομία στο εξωτερικό, με προγράμματα όπως το melimeli. Άλλοι πάλι, όπως το ΕΚΕΜ, προάγουν την ελληνική μελισσοκομία εντός των συνόρων, μέσω των συνεδρίων και σεμιναρίων που διοργανώνουν, και στο εξωτερικό μέσω των διασυνδέσεών τους με διεθνείς οργανώσεις, όπως είναι η Apimondia (η παγκόσμια οργάνωση μελισσοκόμων, όπου συμμετέχει και η ΟΜΣΕ), η EPBA (η Ομοσπονδία Επαγγελματιών Μελισσοκόμων της Ε.Ε.), η Apislavia και η Balcan Federation of Apicultural Associations (και οι δύο είναι βαλκανικές ομοσπονδίες μελισσοκομικών οργανώσεων), ενώ με τις ειδικές τους εκδόσεις ενημερώνουν διαρκώς τους επαγγελματίες πάνω στα φλέγοντα ζητήματα και τις εξελίξεις στον τομέα της μελισσοκομίας.

Άρθρο : Δημήτρης Σελιανάκης , πρόεδρος ΔΣ ΕΚΕΜ, μέλος Apimondia Apitherapy Commission