Θρασυβούλου Ανδρέας Εργαστήριο Μελισσοκομίας-Σηροτροφίας Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Η διακίνηση του μελιού στην Ελλάδα όπως και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελεύθερη και υπόκειται μόνον στους περιορισμούς της συμμόρφωσης προς τα ποιοτικά πρότυπα του προϊόντος και της ορθής πληροφόρησης του καταναλωτή.
Σύμφωνα με καταγγελίες μελισσοκόμων και των οργανώσεων τους, τη Βασική αυτή αρχή εκμεταλλεύονται «επιτήδειοι» οποίοι εισάγουν φθηνό, υποβαθμισμένο μέλι και το προωθούν σαν ελληνικό, εξαπατώντας έτσι την πολιτεία και τον καταναλωτή. Τις καταγγελίες αυτές διερεύνησε και επιβεβαίωσε το Εργαστήριο Μελισσοκομίας του ΑΠΘ. Συγκεκριμένα αφού έλαβε πληροφορίες της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας για τις χώρες από τις οποίες εισάγεται μέλι, αναζήτησε για δύο συνεχείς χρονιές (1997-1998) το μέλι αυτό στην ελληνική αγορά με Βάση την ετικέτα. Η τότε νομοθεσία απαιτούσε για το μέλι από τρίτες χώρες, υποχρεωτική την αναγραφή της χώρας τρύγου. Αποτέλεσμα της έρευνας αυτής ήταν να μην βρεθεί ούτε ένα κιλό μέλι με ένδειξη στην ετικέτα ότι προερχόταν από Ουγγαρία, Ρουμανία, Αίγυπτο, Αργεντινή, Αυστραλία, Κίνα και Τουρκία μολονότι είχαν εισαχθεί από τις χώρες αυτές συνολικά 3696 τόνοι μέλι Θρασυβούλου και Μανίκης 2000).

Η αισχροκέρδεια αυτή δημιουργεί ένα σωρό άλλες αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις όπως τον αθέμιτο ανταγωνισμό, την δυσφήμιση του προϊόντος, την απώλεια της εμπιστοσύνης του καταναλωτή στο ελληνικό μέλι, τη δυσκολία στην διάθεσή του, τη χαλάρωση στις προσπάθειες παραγωγής ποιοτικού μελιού και την αποθάρρυνση του παραγωγού που σε μερικές περιπτώσεις φθάνει μέχρι και την εγκατάλειψη του επαγγέλματος του.
Παρά τις σοβαρές καταγγελίες για την κατάσταση αυτή κανείς μέχρι στιγμής δεν κατηγορήθηκε επίσημα και κανείς δεν καταδικάσθηκε για την απάτη. Αντίθετα, αναφέρεται με έμφαση η αδυναμία του αγορανομικού ελέγχου να διαπιστώσει τη γεωγραφική προέλευση των εισαγομένων μελιών και να το διακρίνει από το εγχώριο. Η διαπίστωση αυτή όχι μόνο δεν συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος αλλά αντίθετα ανοίγει κερκόπορτες άλωσης της ελληνικής αγοράς με εισαγόμενο υποβαθμισμένο μέλι το οποίο ανεξέλεγκτα διακινείται σαν ελληνικό.

Ωστόσο λύσεις υπάρχουν, είναι εφικτές και άμεσα εφαρμόσιμες, φτάνει να υπάρξει και η αντίστοιχη πρόθεση να εφαρμοστούν από τους αρμόδιους φορείς. Συγκεκριμένα θα μπορούσαν να πορθούν τα παρακάτω μέτρα:
α) Διοικητικά μέτρα: Υποχρεωτική καταγραφή στο Βιβλίο αποθήκης της ποσότητας εισαγωγής και διακίνησης του ει- σαγόμενου μελιού. Τα παραστατικά που θα φανερώνουν την πορεία του εισαγόμενου μελιού, συμπεριλαμβανομένων τιμολογίων αγοράς, πώλησης και άλλων όχι μόνο θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά αλλά και να ελέγχονται. Οι διοικητικές κυρώσεις για μη συμμορφώσεις θα πρέπει να είναι αποτρεπτικές για τους παραβάτες.
β) Εργαστηριακός έλεγχος: Η γεωγραφική προέλευση των εισαγόμενων μελιών μπορεί να διαπιστωθεί από το φάσμα της γύρης που περιέχουν. Το νέκταρ που συλλέγει η μέλισσα περιέχει και γύρη από το λουλούδι και είναι ενδεικτική. Το Εργαστήριο Μελισσοκομίας του Τμήματος Γεωπονίας του Α.Π.Θ. έχει εξειδικευτεί στην αναγνώριση των γυρεοκόκκων των ελληνικών μελιών, έχει μακροχρόνια εμπειρία στη Βοτανική και γεωγραφική προέλευση του προϊόντος και είναι διαπιστευμένο κατά IS017025/2005 στη γυρεοσκοπική ανάλυση του μελιού. Η εμπειρία αυτή του Εργαστήριο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς άμεσα ή και έμμεσα με μεταφορά γνώσης προς τους φορείς ελέγχου. Στην ευρεία Βάση δεδομένων που διαθέτει το Εργαστήριο σχετικά με την μορφολογία των γυρεοκόκκων των ελληνικών μελιών, θα μπορούσε να προστεθεί Βάση δεδομένων με την γυρεομορφολογία των εισαγόμενων μελιών. Αυτό εύκολα μπορεί να γίνει εάν οι υπηρεσίες του κράτους εξασφαλίσουν στο Εργαστήριο δείγματα εισαγομένου μελιού.

Διάκριση του ελληνικού από το εισαγόμενο μέλι μπορεί να γίνει επίσης και από τις πτητικές αρωματικές ουσίες του μελιού. Το κάθε μέλι περιέχει περίπου 180 διαφορετικές πτητικές ουσίες, οι οποίες προέρχονται κυρίως από τα φυτά από τα οποία η μέλισσα συλλέγει το νέκταρ. Ο συνδυασμός αρωματικών ουσιών ή ακόμα και μεμονωμένες ουσίες χρησιμοποιούνται για τη γεωγραφική προέλευση του μελιού και θεωρούνται «φυτικό αποτύπωμα μιας περιοχής». Ήδη, η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία από το Εργαστήριο Μελισσοκομίας, ΑΠΘ (Tananaki et al. 2007], για τη διαφοροποίηση του ελληνικού πευκόμελου από το τούρκικο.

γ) Πιστοποίηση του εγχώριου προϊόντος: Ανάπτυξη των μηχανισμών απονομής του ελληνικού σήματος στους μελισσοκόμους και τους Έλληνες τυποποιητές ελληνικού μελιού όπως ζητήθηκε από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας (Ν 4072/2012). Το σήμα αυτό το οποίο προσδιορίζει την ελληνικότητα του προϊόντος και το ξεχωρίζει άμεσα από το εισαγόμενο. Ουσιαστικό ρόλο στην ανάπτυξη μηχανισμών απονομής του σήματος είναι σε θέση να παίξουν οι οργανώσεις των μελισσοκόμων (Σύλλογοι, Συνεταιρισμοί, Ομάδες παραγωγών, Σύνδεσμοι κ.α.) οι οποίοι θα καταγράψουν τα μέλη τους, τον αριθμό μελισσιών και την περίπου μέση παραγωγή μελιού. Μία στενή συνεργασία των φορέων των μελισσοκόμων με τους αρμόδιους του Υπουργείου για την χορήγηση του ελληνικού σήματος θα ξεπερνούσε πολλά εμπόδια και θα έδινε λύση. Οι εταιρείες επεξεργασίας τυποποίησης ελληνικού μελιού θα μπορούσαν να παρουσιάσουν τα τιμολόγια αγοράς από Έλληνες παραγωγούς που θα αποδείκνυαν την ποσότητα του ελληνικού μελιού που διακινούν. Ήδη το σύστημα αυτό εφαρμόζεται με μεγάλη επιτυχία σε αρκετές χώρες όπως Γερμανία, Σλοβακία, Πόλων : Τσεχία, Αργεντινή, Καναδάς, Κολομβία, Πορτογαλία και όλες οι οποίες όχι μόνο καθόρισαν σήμα γεωγραφικής ένδειξης αλλά καθόρισαν και αυστηρότερα ποιοτικά κριτήρια για το εγχώριο προϊόν, αδιαφορώντας πλήρως για το εισαγόμενο το οποίο το παρουσιάζουν στους καταναλωτές σαν δεύτερης ποιότητας. Προς την κατεύθυνση αυτή οι Περιφέρειες θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν σημαντικά, μέσα από τα επιχειρησιακά τους σχέδια αγροτικής ανάπτυξης και την καθιέρωση του Καλαθιού Αγροτικών Προϊόντων το οποί αφορά τη χρηματοδότηση υπηρεσιών και υποδομών σχετικά με την προώθηση, τυποποίηση, πιστοποίηση, εμπορία κι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων.

Το εγχώριο προϊόν,. το ελληνικό σήμα και την πιστοποίηση ποιότητας  από την Περιφέρεια ασφαλώς είναι καλύτερη και η πλέον εφικτή λύση αντιμετώπισης του χρόνιου προβλήματος των ελληνοποιήσεων.
Το πρόβλημα της ελληνοποίησης του εισαγόμενου μελιού είναι υπαρκτό, κλονίζει την εγχώρια παραγωγή και δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στο δυναμικό κλάδο της μελισσοκομίας. Λύσεις υπάρχουν, έχουν προταθεί κατά καιρούς και συνεχίζουν να προτείνονται από μελισσοκομικούς φορείς, επιστήμονες και τυποποιητές ελληνικού μελιού. Η πολιτεία και οι αρμόδιοι φορείς θα πρέπει επιτέλους να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να προστατεύσουν τον κλάδο της μελισσοκομίας που σήμερα στηρίζει τους περισσότερους επαγγελματίες μελισσοκόμους της Ευρώπης ανά χώρα και αριθμεί τα περισσότερα μελίσσια ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.

ΠΗΓΗ: ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΥΧΟΣ 247, ΜΑΙΟΣ ΙΟΥΝΙΟΣ 2016